- σκοτεινιάζω
- Ν [σκοτεινιά]1. (μτβ.) κάνω κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι (α. «έκλεισες την πόρτα και σκοτείνιασες το δωμάτιο» β. «κι η λάμψη κείνη που 'φεγγε, εδά μέ σκοτεινιάζει», Ερωτόκρ.)2. (αμτβ.) γίνομαι σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι (α. «έχει σκοτεινιάσει ο κόσμος όλος» β. «πέστε λοιπόν στον ήλιο να 'βρει έναν καινούριο δρόμο τώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη», Ελύτης)3. παθαίνω σκοτοδίνη («σκοτείνιασαν τα μάτια μου»)4. μτφ. α) σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω, χάνω την καλή μου διάθεση («μόλις άκουσε για τον θάνατο τού φίλου του, σκοτείνιασε το πρόσωπό του»)β) αμαυρώνω («κάποια σκιά γελοιότητος να σκοτεινιάζη κάθε τι που παρουσιάζομεν ως μεγάλο», Ζερβ.)γ) (για συναισθήματα) γίνομαι άτονος ή θολώνω («σκοτείνιασαν οι ηλιόλουστες χαρές σου», Ζερβ.)4. (ως τριτοπρόσ.) σκοτεινιάζειεπέρχεται η νύχτα, έρχεται το σκοτάδι, βραδιάζει5. (η μτχ. παθ. παρακμ. με μτφ. σημ.) σκοτεινιασμένος, -η, -οαυτός που βρίσκεται στο σκοτάδι τής ερημιάς και τής δυστυχίας (α. «σπίτι βουβό, σκοτεινιασμένο» β. «σκοτεινιασμένη ζωή»)6. φρ. «σκοτείνιασε [ή σκοτεινιάστηκε] ο νους του» — σάλεψαν τα λογικά του, τρελάθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.